αυγώ — αὐγῶ ( έω) (Α) [αυγή] λάμπω, ακτινοβολώ … Dictionary of Greek
μαραυγώ — μαραυγῶ, έω (Α) θαμπώνομαι από το πολύ φως, σκοτίζομαι, θαμπώνουν τα μάτια μου («αἱ ἐν τοῑς ὄμμασιν αὐτοῡ κόραι... δοκοῡσι... μαραυγεῑν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο ρ., τού οποίου το β συνθετικό εμφανίζεται και στα σκι αυγῶ, χρυσ αυγῶ (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
σκιαυγώ — έω, Α έχω ασθενή όραση, βλέπω σαν να έχω μπροστά στα μάτια μου σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + αὐγῶ (< αὐγή), πρβλ. χρυσ αυγῶ] … Dictionary of Greek
ανταυγώ — ἀνταυγῶ ( έω) (Α) ανακλώ φως, φεγγοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + αυγώ (< αυγή) «εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
καταυγώ — καταυγῶ, έω (Α) (για πλανήτες που βρίσκονται κοντά στον ήλιο) καλύπτομαι από το φως τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐγῶ «λάμπω»] … Dictionary of Greek
μαλακαύγητος — μαλακαύγητος, ον (Α) αυτός που έχει νωθρό βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + αύγητος < αὐγῶ] … Dictionary of Greek
παραυγώ — έω, Α (ποιητ. τ.) βλέπω λοξά, πλάγια, στραβίζω, αλληθωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐγῶ «λάμπω»] … Dictionary of Greek
υπεραυγώ — έω, ΜΑ φωτίζω από ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αὐγῶ «λάμπω, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek